ακρωνία

ακρωνία
ἀκρωνία, η (Α)
[ἄκρων]
πιθ. ο ακρωτηριασμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀκρωνία — ἀκρωνίᾱ , ἀκρωνία fem nom/voc/acc dual ἀκρωνίᾱ , ἀκρωνία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρωνίαι — ἀκρωνία fem nom/voc pl ἀκρωνίᾱͅ , ἀκρωνία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκρων — (5ος αι. π.Χ.). Γιατρός από τον Ακράγαντα της Σικελίας. Έζησε πριν από τον Ιπποκράτη και ήταν μαθητής του Εμπεδοκλή. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, στον μεγάλο λοιμό της Αθήνας το 430 π.Χ., συμβούλεψε τους Αθηναίους να απολυμάνουν τον αέρα ανάβοντας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”